- εὐδιάλειπτος
- εὐδιά-λειπτος, ον,A intermittent, πῦρ Ps.-Plu.Vit.Hom.105 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάλειπτος — εὐδιάλειπτος, ον (Α) αυτός που σταματάει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάλειπτος (< διαλείπω), πρβλ. α διάλειπτος] … Dictionary of Greek